Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρείος s. ανδρείος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντρειοσύνη η [andriosíni] Ο30α : (λαϊκότρ.) ανδρεία.
[μσν. αντρειοσύνη < αντρεί(ος) -οσύνη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρειοσύνη s. ανδρειοσύνη.



