Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντράλα [andrála] η, (D) & poet
- giddiness, daze, dizziness, (caused by intense feeling such as astonishment, love, rage etc):
- poem ~ επλάκωσε τα φρένα του, του λύθηκαν τα γόνα, | κ' εστάθη σαστισμένος κλ (Homer Il 16.805 Kaz-Kakr) |
- σειούνται οι κορόνες στα κεφάλια τους, μαδιούνται απ' την ~ | του ερωτικού χορού οι φτερούγες τους (Kazantz Od 4.468) |
- μικρή κοπέλα κι άγουρο, θωράει στης γλύκας την ~ (ib 15.1313) |
- .. κ' ένοιωσα | φριχτή τότες στο νου μου ~ (Skipis)
[cf ντράλα, ντραλεύω, ντραλίζω etc, the word perh fr Arom andrala]
- giddiness, daze, dizziness, (caused by intense feeling such as astonishment, love, rage etc):



