Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιψύχι [andipsí i] το,
- ① antidote, remedy (syn αντίψυχο 1):
- poem δώσε ~στην αρρώστια μου, στυλωτικό στο νου μου (Kazantz Od 18.860)
- ② region. refreshment (syn αντίψυχο 2):
- παγωμένη είναι από την πείνα και της έβαλε στα χείλη λίγο ~ από το πιοτό του παγουριού (Vlachogiannis)
[der of MG (Du Cange) αντίψυχον, q.v.]
- ① antidote, remedy (syn αντίψυχο 1):



