Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιφωνία η [andifonía] Ο25 : στη βυζαντινή μουσική, η εκτέλεση του ίδιου μέλους από δύο εκκλησιαστικούς χορούς, από το δεξιό και τον αριστερό, που ψάλλουν εναλλάξ.
[λόγ. < ιταλ. antifonia (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἀντιφωνία `διχόνοια΄, παρανόηση εξαιτίας των αντιφωνώ, αντίφωνο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιφωνία [andifonía] η, (L) eccl, mus
- antiphony
[fr PatrG (Eusebius Caes., 340 AD) αντιφωνία, der of αντίφωνος; cf MG αντιφθεγγία (7th c. AD)]



