Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιφρονώ
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιφρονώ [andifronó] αντιφρονεί, L)
  • hold a contrary opinion or view:
    • πολλοί αρνούνται την καλή πίστη σε όποιον αντιφρονεί

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιφρονώ, cpd w. φρονώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιφρονών -ούσα -ούν [andifronón] Ε12β (συνήθ. πληθ.) : (λόγ.) (συνήθ. ως ουσ.) αυτός που διαφωνεί με την πολιτική που ασκεί ένα καταπιεστικό συνήθ. καθεστώς και που εκφράζει δημόσια αυτή τη διαφωνία του: Tα ολοκληρωτικά καθεστώτα προσπαθούν να φιμώσουν τους αντιφρονούντες.

[λόγ. αντι- + μεε. του φρονώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιφρονών1 [andifronón] ο, (L) usu pl αντιφρονούντες οι,
  • person holding a contrary opinion:
    • εστίες αντιφρονούντων |
    • τα επιχειρήματα των αντιφρονούντων |
    • οι αντιφρονούντες προς το καθεστώς |
    • ανοχή προς τους αντιφρονούντες |
    • οι ομοφρονούντες και οι αντιφρονούντες |
    • υποχρέωσαν τον αντιφρονούντα σε σιωπή

[fr kath ο αντιφρονών (neol Koumanoudis οι αντιφρονούντες), substantiv. m of αντιφρονών2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιφρονών2, -ούσα, -ούν [andifronón] (L)
  • holding a contrary opinion, contrary-minded:
    • οι αντιφρονούντες φιλόσοφοι |
    • αντιφρονούντα στρατόπεδα |
    • ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με ομάδα αντιφρονούντων προς αυτόν σπουδαστών

[fr kath αντιφρονών, prp of αντιφρονώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go