Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιφασίστας ο [andifasístas] Ο3 θηλ. αντιφασίστρια [antifasístria] Ο27 : αυτός που είναι εχθρός του φασισμού.
[λόγ. αντι- + φασίστας μτφρδ. γαλλ. antifasciste (anti- = αντι-)· λόγ. αντιφασίσ(τας) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιφασίστας [andifasístas] ο,
- one opposing fascism, antifascist (syn αντιφασιστής):
- νέοι αντιφασίστες |
- οι αντιφασίστες εργάτες της εταιρίας |
- ~ φιλόσοφος
[cpd w. φασίστας]
- one opposing fascism, antifascist (syn αντιφασιστής):



