Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιφέγγισμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιφέγγισμα το [andiféngizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του αντιφεγγίζω· αντανάκλαση του φωτός.

[αντιφεγγισ- (αντιφεγγίζω) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιφέγγισμα [andiféŋɟizma] το,
  • ① glow, glitter, gleam (syn in αντιφεγγιά 1):
    • ~ του δειλινού, μιας πυρκαγιάς, του φεγγαριού |
    • το πλατύ ~ της πόλης στον ορίζοντα |
    • τα στερνά αντιφεγγίσματα της μέρας |
    • ο Aυγερινός σκόρπιζε αναιμικά ~ πάνω στα χιόνια |
    • κάποιο ~ πίσω απ' τον Kίσαβο μαρτυρούσε πως το φεγγάρι ήταν για να βγει (Karagatsis) |
    • poem οι κύκνοι .. | στου λύχνου το ~ άπλωναν φτερούγες να πετάξουν (Kazantz Od 4.1300)
  • ⓐ fig glow (of an idea, thought etc) (syn αντιφεγγιά 1b):
    • το ~της σβησμένης νιότης |
    • τα μάγουλά της ήταν φλογισμένα απ' το ~ της εσωτερικής της φωτιάς (Evelpidis) |
    • το πρόσωπο των ανθρώπων λάμπει από το ~ του ποιητή (sc του Σαίξπηρ) (Kazantz)
  • ② reflection (of light), reflected light, glare (syn in αντιφεγγιά 2):
    • σκοτείνιαζε και το ~των φαναριών στους νεκρούς τοίχους γινόταν γαλάζιο και πελιδνό (Terzakis) |
    • το τείχος, ντυμένο με μπρούντζο, αχτιδοβολούσε με τα φλογερά του αντιφεγγίσματα (Andronikos)
  • ⓑ fig reflection (of a concept, a mental image etc) (syn αντιλάμπισμα 2b, αντιφεγγιά 2b):
    • είδα στον Kαρκαβίτσα ένα χλωμό ~ της πίκρας του τόπου του (Panagiotop) |
    • κανένα ~ των εφημερίδων στα πρόσωπα των αναγνωστών ούτε το παραμικρό συννεφάκι (Charis) |
    • η ταραχή μας μπροστά στο έργο του Γκρέκο είναι το ~ πάνω στην ψυχή μας της ίδιας της αγωνίας του ζωγράφου (Ouranis) |
    • poem είμαι του ήλιου τ' άρρωστο ~(Palam)

[der of αντιφεγγίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go