Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιτοξίνη η [anditoksíni] Ο30 : (βιολ.) αντίσωμα που παράγει ο οργανισμός για να εξουδετερώσει τη δράση κάποιας τοξίνης ή κάποιου μικροβίου.
[λόγ. < γαλλ. antitoxine < anti- = αντι- + toxine = τοξίνη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιτοξίνη [anditoksíni] η, (L) biol
- antitoxin:
- οι αντιτοξίνες, τα αντισώματα και άλλες αμυντικές ουσίες του οργανισμού
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιτοξίνη ← ISV antitoxin]
- antitoxin:



