Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιτιθέμενος1 [anditiθémenos] ο, (L)
- one opposing or being against sth, opponent:
- οι αντιτιθέμενοι στη στείρωση |
- η κυβέρνηση εσκόπευε να εξοντώσει τους αντιτιθεμένους στις επιδιώξεις της (Roussos)
[substantiv. m of αντιτιθέμενος2]
- one opposing or being against sth, opponent:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιτιθέμενος2, -η, -ο [anditiθémenos] (L)
- ① antithetical, conrasting, opposing, clashing (syn αντιμαχόμενος2 1b):
- αντιτιθέμενες απόψεις, λύσεις, τάσεις, φιλοσοφίες |
- αντιτιθέμενα χαρακτηριστικά |
- αντιτιθέμενες και ασυμβίβαστες κοινωνικές ανάγκες |
- οι αντιτιθέμενες μεταξύ τους καταστάσεις επιθυμίας και αποστροφής |
- η πάλη των αντιτιθεμένων συμφερόντων και τάξεων |
- ο Bασίλειος κατόρθωσε να συνθέσει τις δύο αντιτιθέμενες παιδείες, την ελληνική και τη Xριστιανική (Tatakis)
- ② being against, opposing, resisting (syn αντιτασσόμενος):
- φοβούνται να οπλίσουν ανθρώπους αντιτιθέμενους σ' αυτούς (Petsalis)
[fr kath αντιτιθέμενος, prp of αντιτίθεμαι]
- ① antithetical, conrasting, opposing, clashing (syn αντιμαχόμενος2 1b):



