Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιτετανικός -ή -ό [anditetanikós] Ε1 : που προφυλάσσει από τον τέτανο ή που τον καταπολεμά: Aντιτετανικό εμβόλιο. ~ ορός.
[λόγ. < γαλλ. antitétanique < anti- = αντι- + tétanique < tétan(os) = τέταν(ος) -ique = -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιτετανικός, -ή, -ό [anditetanikós] (L) pharm
- combating or preventing tetanus:
- ~εμβολιασμός, ορός
[fr kath αντιτετανικός, cpd w. τετανικός]
- combating or preventing tetanus:



