Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιτείχισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιτείχισμα το [anditíxizma] Ο49 : τείχος που στηρίζεται σε άλλο τείχος για να το ενισχύει.

[λόγ. < αρχ. ἀντιτείχισμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go