Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντισυμβαλλόμενος ο [andisimvalómenos] Ο19 : το δεύτερο από τα δύο πρόσωπα που παίρνει μέρος σε μια σύμβαση.
[λόγ. αντι- συμβαλλόμενος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντισυμβαλλόμενος [andisimvalómenos] ο, (L) law
- party of the second part (to a contract):
- αν μια σύμβαση συνομολογήθηκε για λογαριασμό άλλου, ο ~ μπορεί να ζητήσει να την εγκρίνει ο ίδιος ο αντιπροσωπευόμενος (Christidis AK)
[fr kath (neol) αντισυμβαλλόμενος, cpd w. συμβαλλόμενος]
- party of the second part (to a contract):



