Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιστρατεύομαι [andistratévome] Ρ5.1β : βρίσκομαι σε έντονη αντίθεση με κτ. ή με κπ.: Ενέργειες / δυνάμεις / άτομα που αντιστρατεύονται τα συμφέροντα του έθνους / της πατρίδας, αντιτάσσονται. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να αντιστρατεύεται τη φύση, να εναντιώνεται. Aποφάσεις που αντιστρατεύονται τις συνταγματικές διατάξεις, αντιβαίνουν. Tον αντιστρατεύτηκαν σε κάθε δημιουργική του προσπάθεια.
[λόγ. < αρχ. ἀντιστρατεύομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιστρατεύομαι [andistratévome] ipf 3sg αντιστρατευόταν, aor subj αντιστρατευθώ & αντιστρατευτώ (L)
- ① actively oppose, contravene, counter, thwart:
- οι νέοι αντιστρατεύονταν τον Άξονα με πάθος |
- δεν αντιστρατευόμαστε την καθαρεύουσα αλλά τον λογιοτατισμό |
- ορισμένοι νόμοι αντιστρατεύονται την παραγωγή |
- ο υπερκορεσμός αντιστρατεύεται τα οικονομικά μας συμφέροντα |
- ο καπιταλισμός αντιστρατεύεται στις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης |
- η εποχή μας αντιστρατεύεται τη φαντασία |
- ν' αποφεύγεις ό,τι αντιστρατεύεται την ηρεμία του σώματος και της ψυχής (Theodorakop) |
- το νόημα της ιστορίας συχνά αντιστρατεύεται τους ανθρώπινους αυτοσχεδιασμούς (Panagiotop) |
- το κράτος πρέπει να καταργήσει κάθε τι που αντιστρατεύεται την αλήθεια και την καλή πίστη (PSolomos) |
- πολλές τάσεις στον άνθρωπο αντιστρατεύονται τις ανιδιοτελείς ευγενικές του ροπές (Spandonidis) |
- οι φυσικοί νόμοι σε εμποδίζουν να τους αντιστρατευθείς, να τους θρυμματίσεις (Stasinop) |
- πώς μπορούσε ένας θνητός ν' αντιστρατευτεί στο θέλημα του Kυρίου; (Karagatsis)
- ② stand in opposition to, oppose, contradict:
- η χορογραφία του A. M. αντιστρατευόταν το ύφος της μουσικής |
- το πικραμένο της πρόσωπο αντιστρατεύεται τη χαρούμενη ομορφιά του τοπίου |
- τα σύγχρονα έργα αντιστρατεύονται τη λογική |
- μερικά έργα αντιστρατεύονται την κλασική μορφή του μοντάζ |
- η υλιστική αντίληψη της ιστορίας αντιστρατεύεται στη θεωρία του αυτεξούσιου του ανθρώπου (Evelpidis) |
- η αυτοκτονία αντιστρατεύεται στην υπέρτατη αρχή κάθε ηθικού καθήκοντος (Papanoutsos) |
- το κήρυγμα (sc του Xριστού) αντιστρατεύεται ολότελα τη σύχρονη ψυχική μας εμπειρία (Kazantz) |
- πολλές μυθικές παρενθέσεις της εξωτερικής ζωής αντιστρατεύονται τη θεωρούμενη πραγματικότητα (Panagiotop)
[fr kath αντιστρατεύομαι ← PatrG, K, AG]
- ① actively oppose, contravene, counter, thwart:



