Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιστρέψιμος -η -ο [andistrépsimos] Ε5 : που μπορεί να αντιστραφεί: Tα επιχειρήματά του είναι αντιστρέψιμα.
[λόγ. αντιστρεπ- (αντιστρέφω) -σιμος μτφρδ. γαλλ. réversible ή αγγλ. reversible]



