Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιστικτική
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιστικτική [andistikticí] η, (L) mus
  • counterpoint (syn αντίστιξη, κοντραπούντο):
    • οι μουσικοί ευχαριστιούνταν με την ~του Xίντεμιτ (Evelpidis)

[substantiv. f of αντιστικτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go