Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιστικτική [andistikticí] η, (L) mus
- counterpoint (syn αντίστιξη, κοντραπούντο):
- οι μουσικοί ευχαριστιούνταν με την ~του Xίντεμιτ (Evelpidis)
[substantiv. f of αντιστικτικός]
- counterpoint (syn αντίστιξη, κοντραπούντο):



