Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιστεκόμενος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιστεκόμενος1 [andistekómenos] ο, (L)
  • a resisting individual:
    • οι αντιστεκόμενοι, οι φυλακισμένοι, οι εξόριστοι

[substantiv. n of αντιστεκόμενος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιστεκόμενος2, -η, -ο [andistekómenos] (& αντιστεκούμενος) (L)
  • ① resisting (a hostile force etc):
    • η πραγματικότητα είναι δύναμη με εσωτερικό δυναμισμό, αντιστεκόμενη στην έκθλιψή της (Papanoutsos) |
    • η πέτρα, αντιστεκούμενη στο ηλιόβροχο, αθανάτισε τον Aρτεμίδωρο (Floros)
  • ② opposing, resisting:
    • επιδίωξη της τέχνης είναι ν' αποκοιμίζει τις αντιστεκόμενες δυνάμεις της προσωπικότητάς μας (Papanoutsos)

[prp of αντιστέκομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go