Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιστατικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιστατικός -ή -ό [andistatikós] Ε1 : που μειώνει ή εξουδετερώνει το στατικό ηλεκτρισμό.

[λόγ. < αγγλ. antistatic < anti- = αντι- + static = στατικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go