Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιστήριξη
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιστήριξη η [andistíriksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιστηρίζω.

[λόγ. αντιστηρικ- (αντιστηρίζω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιστήριξη [andistíriksi] η, gen αντιστήριξης & αντιστηρίξεως (L) archit
  • act of propping up or buttressing:
    • τοίχος αντιστηρίξεως supporting wall |
    • στο εξωτερικό του κτιρίου βλέπει κανείς τα μέλη της αντιστήριξης |
    • το ωοειδές σχήμα της αίθουσας του κεντρικού κλίτους της Aγια-Σοφιάς οφείλεται σε συνδυασμούς αντιστηρίξεως θόλων (Michelis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιστήριξις, der of αντιστηρίζω or cpd w. στήριξις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go