Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιστάτης
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
αντιστάτης ο.
  • 1) Eπαναστάτης:
    • του καίσαρος έγενον αντιστάται (Aξαγ., Kάρολ. E´ 729).
  • 2) Aυτός που δεν πειθαρχεί, που εναντιώνεται σε ανώτερό του ή ισχυρότερό του, επαναστάτης:
    • (Xρον. Mορ. H 3206
    • παράνομοι κατά Θεού αντιστάτες (ενν. ο Aδάμ και η Eύα) (Πικατ. 486).
  • 3) O διάβολος:
    • (Σκλέντζα, Ποιήμ. 761).

[αρχ. ουσ. αντιστάτης. H λ. και σήμ. ως τεχνικός όρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go