Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντισηπτικό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντισηπτικό [andisiptikó] το, (L)
  • ① antiseptic:
    • μυρωδιά αντισηπτικού |
    • μπουκάλια με αντισηπτικά |
    • το πιο πρόχειρο και πιο σίγουρο ~ είναι το βράσιμο μέσα στο νερό (Saratsis)
  • ② preservative (syn συντηρητικό):
    • κρέμα χωρίς αντισηπτικά

[substantiv. n of αντισηπτικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντισηπτικός -ή -ό [andisiptikós] Ε1 : που προλαβαίνει ή που καταπολεμά τη μόλυνση: Ουσίες με αντισηπτική δράση. Tο οξυζενέ είναι αντισηπτικό φάρμακο. || (ως ουσ.) το αντισηπτικό, αντισηπτικό φάρμακο: Έβαλε αντισηπτικό στην πληγή. αντισηπτικά ΕΠIΡΡ: H φορμόλη δρα ~.

[λόγ. < γαλλ. antiseptique < anti- = αντι- + αρχ. σηπτικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντισηπτικός, -ή, -ό [andisiptikós] (L)
  • antiseptic, sterilizing:
    • αντισηπτική αλοιφή, ουσία |
    • αντισηπτικό σαπούνι |
    • αντισηπτικά βότανα

[fr kath (neol Koumanoudis) αντισηπτικός, cpd w. σηπτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες