Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιρατσιστικός -ή -ό [andiratsistikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον αντιρατσισμό, που αντιτίθεται στο ρατσισμό: Aντιρατσιστικές διαδηλώσεις.
[λόγ. αντι- + ρατσιστικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιρατσιστικός, -ή, -ό [andiratsistikós] (L)
- opposing racism, antiracist:
- αντιρατσιστική νεολαία |
- αντιρατσιστικά συνθήματα
[cpd w. ρατσιστικός]
- opposing racism, antiracist:



