Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιπτέραρχος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιπτέραρχος ο [andiptérarxos] Ο20α : (στρατ.) βαθμός ανώτατου αξιωματικού της πολεμικής αεροπορίας, αμέσως ανώτερος από τον υποπτέραρχο, αντίστοιχος του αντιστρατήγου στο στρατό ξηράς: Ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Aεροπορίας είναι ~.

[λόγ. αντι- πτέραρχος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπτέραρχος [andiptérarxos] ο, (L) air force
  • lieutenant general, (Br) air marshal:
    • ο ~ K. έγινε αρχηγός του Γενικού Eπιτελείου Aεροπορίας

[fr kath (neol) αντιπτέραρχος, cpd w. πτέραρχος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go