Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιπρόπερσι
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιπρόπερσι [andiprópersi] & αντιπροπέρυσι [andipropérisi] επίρρ. χρον. : κατά τη διάρκεια της τρίτης χρονιάς πριν από τη φετινή: Γεννήθηκε ~ και φέτος γίνεται τριών χρονών.

[αντι- πρόπερσι, προπέρυσι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπρόπερσι [andiprópersi] adv
  • three years ago (syn phr προ τριετίας, πριν τρία χρόνια)

[cpd w. πρόπερσι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιπροπέρσινος -η -ο [andipropérsinos] Ε5 : που έγινε αντιπρόπερσι.

[αντιπρόπερσ(ι) -ινος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπροπέρσινος, -η, -ο [andipropérsinos]
  • of three years ago:
    • η αντιπροπέρσινη σοδειά

[cpd w. προπέρσινος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go