Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιπροοδευτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπροοδευτικός, -ή, -ό [andiproo∂eftikós]
  • being against progress, non-progressive, conservative (near-syn αντιδραστικός):
    • τα ανελεύθερα καθεστώτα στηρίζονται σε αντιπροοδευτικές μειονότητες ή σε ξένα συμφέροντα (IPesmazoglou)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπροοδευτικός, cpd w. προοδευτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες