Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιπολιτευόμενος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπολιτευόμενος1 [andipolitevómenos] ο, (L)
  • member or adherent of the political opposition (ant συμπολιτευόμενος):
    • οι αντιπολιτευόμενοι (syn αντιπολίτευση 1, ant συμπολίτευση) |
    • το σχέδιο της κυβερνήσεως απέκρουσαν οι αντιπολιτευόμενοι |
    • οι αντιπολιτευόμενοι απέδωσαν στην κυβέρνηση την πρόθεση να δημιουργηθεί σύγχυση στη συνείδηση του λαού (Christidis) |
    • όσοι ποζάρουν για επαναστάτες και αντιπολιτευόμενοι δεν είναι αναγκαστικά αυτό που φαίνονται (ThFrangop)

[substantiv. m of αντιπολιτευόμενος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπολιτευόμενος2, -η, -ο [andipolitevómenos] (L)
  • belonging or adhering to the political opposition (ant συμπολιτευόμενος):
    • τα αντιπολιτευόμενα κόμματα |
    • ~ βουλευτής, πολιτικός ηγέτης |
    • αντιπολιτευόμενες εφημερίδες |
    • ο ~ Tύπος προσπάθησε να δημιουργήσει σύγχυση

[prp of αντιπολιτεύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες