Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιποιούμαι
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιποιούμαι [andipiúme] αντιποιείται, i (L) law
  • exercise an authority, practice a profession etc, without having been so empowered:
    • ~ εξουσία που δεν μου ανήκει |
    • αντιποιείται ξένα δικαιώματα |
    • μεγάλες κυρώσεις επιβάλλονται σ' όσους αντιποιούνται το ιατρικό επάγγελμα (Melas)

[fr kath αντιποιούμαι ← K, AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go