Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιπνευματικότητα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπνευματικότητα [andipnevmatikótita] η, (L)
  • ① opposition to the activities and achievements of the human mind (ant πνευματικότητα 1):
    • η ~ και η αστοργία της ελληνικής κοινωνίας για τους πνευματικούς θησαυρούς |
    • οι ιδέες του Παπαδιαμάντη για τον δυτικό πολιτισμό και την αντιπνευματικότητά του
  • ② lack of intellectual qualities (ant πνευματικότητα 2):
    • όταν κρατικές υπηρεσίες ανακατευθούν σε πνευματικά πράγματα, το αποτέλεσμα βγαίνει κατώτερο του μετρίου και με μεγάλη δόση αντιπνευματικότητας (Papatsonis)

[fr kath (neol) αντιπνευματικότης, cpd w. πνευματικότης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go