Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιπερισπώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπερισπώ [andiperispó] aor subj αντιπερισπάσω (L)
  • distract, divert:
    • ο Mιχαήλ Άγγελος θέλησε να ζωγραφίσει για να αντιπερισπάσει την αγωνία μέσα του (Kanellop)

[fr kath αντιπερισπώ ← MG (4th c. AD), K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες