Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπειθαρχικός -ή -ό [andipiθarxikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από άρνηση ή παράβαση των κανόνων της πειθαρχίας: Aντιπειθαρχική συμπεριφορά / ενέργεια. Aντιπειθαρχικό κίνημα.
αντιπειθαρχικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + πειθαρχικός μτφρδ. γαλλ. insubordonné]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπειθαρχικός, -ή, -ό [andipiθarçikós] (L)
- lacking in discipline, undisciplined (ant πειθαρχικός):
- ~ στρατιώτης
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπειθαρχικός cpd w. πειθαρχικός]
- lacking in discipline, undisciplined (ant πειθαρχικός):



