Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπαγωτικό [andipaγotikó] το,
- antifrosting compound, deicer
[substantiv. n of αντιπαγωτικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπαγωτικός, -ή, -ό [andipaγotikós] (L)
- defrosting, deicing
[cpd w. παγωτικός]



