Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιορός
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιορός [andiorós] ο, (L) med
  • antiserum:
    • λευχαιμία προκαλούμενη με τη βοήθεια αντιγόνων και αντιορού από ιούς

[cpd w. ορός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go