Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιμωλία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιμωλία η [andimolía] Ο25 : (νομ.) στον όρο δίκη κατ΄ αντιμωλίαν, με παρουσία των διαδίκων.

[λόγ. < αρχ. ἀντιμωλία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιμωλία [andimolía] η, (L) law
  • confrontation (syn αντιπαράταση 1):
    • phr δίκη (ανάκρισις) κατ' αντιμωλίαν (ant ερήμην) |
    • στη Bουλή διεξήχθη ένα είδος κοινοβουλευτικής δίκης του Δημ. Pάλλη, δικαζομένου κατ' αντιμωλίαν και απολογουμένου ελευθέρως (Roussos)

[fr kath ← Hesych. ἀντιμωλία· δίκη εἰς eν οἱ ἀντίδικοι παραγίνονται ← AG (Gortyn, 7th-6th c. BC) ἀντιμολίαι, der of ἀντιμώλος 'οpponent or adversary in a suit' (Gortyn)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go