Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιμονή
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιμονή [andimoní] η, (L) naut
  • lying to, heaving to (syn τραβέρσο)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιμονή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες