Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιμιλιταριστής ο [andimilitaristís] Ο17 θηλ. αντιμιλιταρίστρια [andimilitarístria] Ο27 : αυτός που είναι αντίπαλος ή εχθρός του μιλιταρισμού: Διαδηλώσεις αντιμιλιταριστών ενάντια στη στρατιωτική επέμβαση.
[λόγ. < γαλλ. antimilitariste (anti- = αντι-, -iste = -ιστής)· λόγ. αντιμιλιταρισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιμιλιταριστής [andimilitaristís] ο,
- follower of antimilitarism, antimilitarist (ant μιλιταριστής):
- μακρυμάλληδες αντιμιλιταριστές |
- πρόωρος ~, συνάμα χιμαιροκυνηγός, υποκατέστησε τη φαντασίωσή του στην ανάγκη της άμυνας και στη στοιχειώδη αυτοσυντήρηση (Floros)
[cpd w. μιλιταριστής]
- follower of antimilitarism, antimilitarist (ant μιλιταριστής):



