Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιμιλιά
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιμιλιά [andimiljá] η,
  • talking back, back talk, contradiction, objection (syn in αντιμίλημα):
    • ψήλωσε τη φωνή του πολύ μ' ένα τρόπο που έδειχνε πως δε δεχόταν ~ (Panagiotop) |
    • γρουσούζης και απότομος να τόνε τρέμεις, ~ δε σήκωνε από κανένα (DOikonomidis) |
    • δεν αντιμιλεί σαν τον διατάζουμε, μα δεν παίρνει κι ~ σα διατάζει (Vlami) |
    • poem χωρίς ~ ξαπλώθηκαν οι βλάμηδες στις πέτρες (Kazantz Od 13.468)

[new formation fr αντιμιλώ on basis of model pair μιλώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go