Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιμικροβιακός, -ή, -ό [andimikroviakós] (L) med
- antibacterial (ant μικροβιακός):
- αντιμικροβιακή ιδιότητα antibacterial property |
- αντιμικροβιακό φάρμακο |
- έρχονταν οι νοσοκόμες με μάσκες αντιασφυξιογόνες κι αντιμικροβιακές, με άσπρες μπλούζες κλ (Evelpidis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιμικροβιακός, cpd w. μικροβιακός]
- antibacterial (ant μικροβιακός):



