Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιμαχόμενος1 [andimaxómenos] ο, (L)
- adversary, opponent (syn ο αντίμαχος):
- οι αντιμαχόμενοι κρατούσαν το σύμβολο του χριστιανισμού, το σταυρό |
- ορισμένες αρχές της επιστήμης τις αναγνωρίζουν όλοι οι αντιμαχόμενοι (Theodorakop)
[substantiv. m of αντιμαχόμενος2]
- adversary, opponent (syn ο αντίμαχος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιμαχόμενος2, -η, -ο [andimaxómenos] (L)
- ① opposing (each other) (in a conflict):
- αντιμαχόμενες μερίδες, παρατάξεις |
- αντιμαχόμενα στρατόπεδα, ιδεολογικά ρεύματα |
- οι αντιμαχόμενες ευρωπαϊκές δυνάμεις |
- στα περισσότερα δράματα του Γκαίτε υπάρχουν δυο αντιμαχόμενοι ήρωες, δυο αντίθετοι χαρακτήρες (Athanasiadis-N) |
- ο Σολωμός και ο Παλαμάς ανήκουν σε δυο κόσμους αντιμαχόμενους (Charis)
- ⓐ conflicting, incompatible (syn αντικρουόμενος, αντιλεγόμενος 2, αντίμαχος 3, αντιτιθέμενος2 1):
- αντιμαχόμενα αισθήματα, συμφέροντα |
- αντιμαχόμενες απόψεις, πληροφορίες, τάσεις |
- αντιμαχόμενα αντικρύσματα του ανθρώπου |
- παράδοση και πρόοδος είναι δύο αντιμαχόμενες δυνάμεις (Evelpidis) |
- μεγάλη αρετή του ποιητή είναι το παντρολόγημα και των πιο αντιμαχόμενων ιδανικών (Chourmouzios)
- ② controversial (syn αντιλεγόμενος 1):
- το αντιμαχόμενο πρόβλημα |
- πολλές αντιμαχόμενες συζητήσεις έγιναν γύρω από τον Kαβάφη (Stamelos)
[prp of αντιμάχομαι]
- ① opposing (each other) (in a conflict):



