Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιμάμαλο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιμάμαλο το [andimámalo] Ο41 : το κύμα, όταν χτυπώντας δυνατά κάπου γυρίζει πίσω: Mια το κύμα τον έφερνε στη στεριά, μια το ~ τον έπαιρνε πίσω.

[αντι- + μάμαλο < (;)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιμάμαλο [andimámalo] το,
  • ① naut undertow, sea puss (syn L παλινδρομούν κύμα):
    • το ~ μπορεί να σε πνίξει σε λίγη απόσταση από τη στεριά |
    • όσο και να 'ναι μπουνάτσα και μόνο με τ' ~ κουνιέται λίγο η βάρκα (Drosinis) |
    • σηκώθηκε το ~ και τα δυο αντίθετα κύματα χτυπηθήκανε (Petsalis) |
    • μια σε φέρνει το κύμα στη στεριά, μια σε αποδιώχνει στη θάλασσα το ~ (Karagatsis) |
    • poem .. ο βράχος πέφτοντας τη θάλασσα τρικύμισε ..| καταστεριάς το πλοίο μας το 'σπρωξε το κύμα αναγυρνώτας, | κι απ' το ~ καθίσαμε στο άμμο αθέλητά μας (Homer Od 9.486 Kaz-Kakr)
  • ② fig adverse reaction, backlash:
    • το ξέρει ο Kωλέττης, δεν μπορεί να συγκρατήσει το κύμα που ξαπέλυσε προς τις επαρχίες |
    • απάνω του θα ξεσπάσει το ~ όταν γυρίσει πίσω το κύμα (Petsalis) |
    • ξαφνικά ήρθε και χτύπησε μέσα τους τ' ~, η αντίδραση (id.)
  • ⓐ surge:
    • poem και της οργής του το ~ τον σηκωχτύπαε ακόμα (Kazantz Od 1.458) |
    • και μέγα σήκωνε ~ το γαίμα του και χτύπαε | με ορμή .. τους μέλιγγους να ρίξει (ib 11.810)
  • ③ naut surf (syn αφρός):
    • ανέβασε το βρακί ως τον καβάλο για να μη βραχεί από τ' ~ του κυμάτου (Myriv)

[fr Ven antimama 'backwash' w. folk-et w. μάμαλο(?)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go