Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιλόπη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιλόπη η [andilópi] Ο30α : ζώο των τροπικών χωρών που συγγενεύει με το ελάφι: Ρούχο από δέρμα αντιλόπης.

[λόγ. αντδ. < γαλλ. antilop(e) < μσνλατ. ant(h)alopus < μσν. ανθόλοψ `όν. μυθικού ζώου΄ ίσως από ανατολ. γλ. με παρετυμ. άνθο(ς) + -λοψ κατά το αρχ. πηνέλοψ `αγριόπαπια΄ και άλλα ονόματα ζώων και πουλιών σε -οψ: αρχ. δρύοψ `δρυοκολάπτης΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιλόπη [andilópi] η, (L) zoo
  • antelope:
    • μαύρη ~ sable antilope, Hippotragus niger |
    • ~ η τραγέλαφος black buck, Antilope cervicapra |
    • μια ~ περικυκλωμένη από λαγωνικά |
    • άσπρες αντιλόπες σε χρυσό τοπίο |
    • ας πάμε στις θάλασσες με τα μοναχικά νησιά να δούμε τις αντιλόπες με τα τριανταφυλλιά μάτια (Myriv)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιλόπη ← NLat antilope (OFr antelop), adaptation of Lat ant(h)alopus (1073) ← Gr ανθύλοψ (ca. 336); fr unknown original lang]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες