Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιλογίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιλογίζω [andilojízo] -ομαι Ρ2.1 : (λογιστ.) κάνω αντιλογισμό.

[λόγ. αντιλογ(ισμός) -ίζω (αναδρ. σχημ.) (πρβ. αρχ. ἀντιλογίζομαι `κάνω αντίθετο υπολογισμό΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες