Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιληπτικά [andiliptiká] adv (L)
- perceptually:
- διάφορες εντυπώσεις και αντιλήψεις μπορεί να είναι ~ δεμένες μ' ένα κοινό χαρακτηριστικό (Geros, adapted)
[der of αντιληπτικός]
- perceptually:



