Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιληπτικά
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιληπτικά [andiliptiká] adv (L)
  • perceptually:
    • διάφορες εντυπώσεις και αντιλήψεις μπορεί να είναι ~ δεμένες μ' ένα κοινό χαρακτηριστικό (Geros, adapted)

[der of αντιληπτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go