Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιλεγόμενο [andileγómeno] το, (L)
- ① opposition, difference (near-syn αντίθεση 2):
- το ~ μεταξύ δυνατότητας και πραγματικότητας
- ② usu pl αντιλεγόμενα τα, opinions to the contrary, objections (near-syn αντιρρήσεις):
- προβάλλονται αντιλεγόμενα |
- όλοι θέλουμε να πιστεύουμε πως, παρά τα αντιλεγόμενα, η εποχή μας είναι μεγάλη (Panagiotop)
[substantiv. n of αντιλεγόμενος]
- ① opposition, difference (near-syn αντίθεση 2):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιλεγόμενος, -η, -ο [andileγómenos] (L)
- ① controversial:
- ~ χαρακτήρας, όρος |
- αντιλεγόμενη έννοια |
- αντιλεγόμενο θέμα, πρόβλημα, σημείο |
- το ζωηρότατα αντιλεγόμενο πρόσωπο του κυβερνήτη |
- μια τολμηρή αποκατάσταση του αντιλεγόμενου χωρίου του Aριστοτέλη (Papanoutsos) |
- στο αντιλεγόμενο άρθρο μου μιλούσα για τους φτηνούς ηθικολόγους (Terzakis)
- ② contradictory (syn αντιφατικός):
- αντιλεγόμενα επιχειρήματα |
- αντιλεγόμενες παρατηρήσεις |
- δεν αποστερούσε από την κατάφασή του τις έντιμα αντιλεγόμενες θέσεις (Athanasiadis-N) |
- ύστερα από την απαγγελία η κριτική του ακροατηρίου ήταν εξαιρετικά αντιλεγόμενη
[prpp of αντιλέγω]
- ① controversial:



