Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιλαμπίζω [andilambízo] aor αντιλάμπισα, mi ipf 3pl
- (Kazantz Od) αντιλαμπίζουνταν, aor 3sg αντιλαμπίστη (ib)
- ① intr to shine, be reflected (of light etc) (syn αντιφεγγίζω 1, αντιλάμπω 1):
- η φωτιά αντιλάμπιζε στα μάγουλα των παιδιών (Grigoris) |
- οι αχτίνες του ήλιου αντιλάμπιζαν στο μάτι της (id.) |
- χρυσώσανε τα σγουρά μαλλιά, αντιλαμπίσανε στο κούτελο και στη γραμμένη μύτη (Prevelakis) |
- poem λυτρώθη ο νους, και στο γαλάζιο φρύδι | του ανύπαρχτου αντιλάμπισαν τα πάντα (Kazantz transl of Shakespeare)
- ⓐ (of a reflecting surface) to shine, to glow, to glitter (syn αντιλάμπω 2, αντιφεγγίζω 1b):
- το μετάλλινο κουτί αντιλαμπίζει στον ήλιο σαν καθρέφτης |
- αντιλαμπίζουν κάτω από τα φώτα οι θησαυροί |
- οι βαριοί σταλαχτίτες μέσα στο σπήλιο αντιλάμπιζαν κατακόκκινοι στο δαδίσιο φως (Kazantz) |
- πάνω από τις ανοιχτές καμάρες του σπιτιού αντιλαμπίζουν απ' τις γλώσσες της φωτιάς (Chalatsas) |
- poem ο μέγας κύρης του μυαλού, σφιχτά κρατώντας στην αγκάλη, | κι αποκορφής αντιλαμπίζουνταν, της φλόγας το άγιο βρέφος (Kazantz Od 14.1176-1177) |
- κι όλο το κάστρο αντιλαμπίστη ορθό, φλογοπασαλειμμένο (ib 15.1278)
- ⓑ fig glow (reflecting an idea, emotion etc) (syn αντιφεγγίζω 1c):
- η φλόγα του νου τινάχτηκε κι όλη η γης αντιλάμπισε (Kazantz) |
- πώς αντιλάμπιζαν τα μάτια, ζωντανεμένα από μια φλόγα αόρατη! (Panagiotop)
- ② trans reflect, mirror (syn in αντικαθρεφτίζω 1):
- η ασπράδα αντιλάμπιζε τη ζέστα από τον ήλιο (Prevelakis)
- ⓒ fig reflect (a mental image, an emotion etc) (syn in αντικαθρεφτίζω 2):
- poem κι εκείνος ο προσκυνητής, που αντιλαμπίζει μαγικά, | .. την εφτάστερη ρονσαρική πλειάδα (Malakasis) |
- ονείρου ξόμπλια, που αντιλάμπισεν | η λίμνη της ψυχής (Melachrinos)
[der of αντιλαμπή; cf λαμπίζω (: λάμπω)]



