Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικροτικός -ή -ό [andikrotikós] Ε1 : που καταπολεμά τον κρότο. || (χημ., τεχνολ.) Aντικροτικές ουσίες και ως ουσ. τα αντικροτικά, που αυξάνοντας τα οκτάνια της βενζίνης μειώνουν το θόρυβο της μηχανής.
[λόγ. αντι- + κροτ(ώ) -ικός μτφρδ. γαλλ. antidétonant (anti- = αντι-)]



