Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικληρικισμός ο [andiklirikizmós] Ο17 : σύνολο ιδεών και ενεργειών που χαρακτηρίζονται από εχθρότητα προς τον κλήρο και ιδιαίτερα προς την ανάμειξή του στην πολιτική εξουσία: Ένας βίαιος ~ που λίγο διαφέρει από την αθεΐα. Ο ~ του είναι εμφανέστερος στα τελευταία έργα του.
[λόγ. αντικληρικ(ός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. anticlérical isme]



