Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντικειμενικοποίηση
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντικειμενικοποίηση [andicimenikopíisi] η, gen αντικειμενικοποιήσεως (L)
  • ① objectification, reification (syn αντικειμενοποίηση 1, εξαντικειμενίκευση):
    • μυθιστορηματική ~ ενός θέματος |
    • με τη μεσολάβηση του Aγίου Πνεύματος θα επέλθει το τέλος της αντικειμενικοποιήσεως και ο φαινομενικός κόσμος θα φωτισθεί από τον νοητό (Georgoulis) |
    • χωρίς ~, αν δεν είναι δηλαδή η αισθητική ουσία του καλλιτέχνη προσιτή σε κάθε συνείδηση, τέχνη δεν υπάρχει (Tsatsos, adapted)
  • ② rendering objective (as opposed to subjective), objectivization (syn αντικειμενοποίηση 2):
    • ~ της βούλησης, του υποκειμενισμού |
    • ~ του τρόπου βεβαιώσεως των φόρων και η δίωξη της φοροδιαφυγής (Angelopoulos)

[fr kath (neol) αντικειμενικοποίησις, der of kath (neol) αντικειμενικοποιώ; cf kath (neol Koumanoudis) αντικειμενοποίησις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go