Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικατόπτρισμα [andikatóptrizma] το,
- reflection (syn in αντικαθρέφτισμα 2):
- ~ αβροτάτων εικόνων πάνω σ' έναν κυματώδη και ελαστικό στίχο (Peranthis)
[der of αντικατοπτρίζω]
- reflection (syn in αντικαθρέφτισμα 2):



