Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντικατόπτρισμα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντικατόπτρισμα [andikatóptrizma] το,
  • reflection (syn in αντικαθρέφτισμα 2):
    • ~ αβροτάτων εικόνων πάνω σ' έναν κυματώδη και ελαστικό στίχο (Peranthis)

[der of αντικατοπτρίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go