Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντικατόπτριση
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντικατόπτριση [andikatóptrisi] η, (L)
  • reflection (syn in αντικαθρέφτισμα 2):
    • ο αναγνώστης ναρκισσεύεται στην ~ του εαυτού του στο ποιητικό έργο (Tsatsos) |
    • η σοβιετική πραγματικότητα είναι ανυπολόγιστα πλουσιότερη από την αντικατόπτρισή της στην τέχνη και στη λογοτεχνία (Charis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντικατόπτρισις, der of kath αντικατοπτρίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go