Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντικαταθλιπτικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντικαταθλιπτικός -ή -ό [andikataθliptikós] Ε1 : που καταπολεμά την κατάθλιψη, τη μελαγχολία: Aντικαταθλιπτικά φάρμακα.

[λόγ. αντι- + καταθλιπτικός μτφρδ. αγγλ. antidepressant (anti- = αντι-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικαταθλιπτικός, -ή, -ό [andikataθliptikós] (L)
  • against depression, antidepressant:
    • αντικαταθλιπτικά φάρμακα

[fr kath (neol) αντικαταθλιπτικός, cpd w. kath καταθλιπτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go