Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικαταθλιπτικό [andikataθliptikó] το, (L) med, pharm
- antidepressant:
- τα αντικαταθλιπτικά ωφελούν αν υπάρχει μια κατάσταση μελαγχολίας
[substantiv. n of αντικαταθλιπτικός]
- antidepressant:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικαταθλιπτικός -ή -ό [andikataθliptikós] Ε1 : που καταπολεμά την κατάθλιψη, τη μελαγχολία: Aντικαταθλιπτικά φάρμακα.
[λόγ. αντι- + καταθλιπτικός μτφρδ. αγγλ. antidepressant (anti- = αντι-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικαταθλιπτικός, -ή, -ό [andikataθliptikós] (L)
- against depression, antidepressant:
- αντικαταθλιπτικά φάρμακα
[fr kath (neol) αντικαταθλιπτικός, cpd w. kath καταθλιπτικός]
- against depression, antidepressant:



